- ευαπόρρυτος
- εὐαπόρρυτος, -ον (Α)1. αυτός που απορρέει, που εκχύνεται εύκολα2. (για επίδεσμο) αυτός που μετακινείται, γλιστράει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο-ρρέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐαπόρρυτον — εὐαπόρρυτος easily flowing away masc/fem acc sg εὐαπόρρυτος easily flowing away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαπόρρυτα — εὐαπόρρυτος easily flowing away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)